Άγιος της Χριστιανοσύνης, γνωστός και ως ο «άνθρωπος του Θεού». Η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Μαρτίου από την Ορθόδοξη Εκκλησία και στις 17 Ιουλίου από την Καθολική Εκκλησία.
Ο Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη στα τέλη του 4oυ αιώνα από γονείς ευγενείς και πλούσιους, τον πατρίκιο Ευφημανό και την Αγλαΐδα. Κατά την παράδοση ενυμφεύθη σε νεαρή ηλικία μετά από επιμονή των γονέων του, αλλά την πρώτη νύχτα του γάμου εγκατέλειψε τη συζυγική εστία και μετέβη στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας (σημερινή Ούρφα Τουρκίας), όπου έζησε για δέκα χρόνια ως επαίτης. Όταν κινδύνευσε να αποκαλυφθεί η ταυτότητά του, αναγκάστηκε να εγκατελείψει την περιοχή, παρά την εκτίμηση των ντόπιων για την αρετή του.
Ο Αλέξιος επιβιβάστηκε σ’ ένα πλοίο με προορισμό την Ταρσό της Κιλικίας, αλλά στην πορεία το πλοίο έπεσε σε θύελλα και βρέθηκε στη Ρώμη. Δίχως να το πολυσκεφτεί κατέφυγε στην πατρική οικία και ζήτησε μια γωνιά για να μείνει, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά του. Συνάντησε, όμως, τη γενική αδιαφορία και την περιφρόνηση, όπως αναφέρουν οι συναξαριστές. Έβλεπε τον πατέρα του και τη μητέρα του να περνούν από μπροστά του και να μην του δίνουν σημασία, ενώ οι δούλοι της οικογένειάς του τον ενέπαιζαν.
Όταν κατάλαβε ότι πλησίαζε το τέλος του, ζήτησε ένα χαρτί κι έγραψε τα πάντα για τη ζωή του. Το χαρτί βρήκε με θεϊκή εντολή ο αυτοκράτορας του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους, Ονώριος, και το διάβασε ενώπιον μεγάλου ακροατηρίου, προκαλώντας γενική κατάπληξη. Η κηδεία του Αλέξιου ήταν μεγαλοπρεπής και πάνδημη κι έγινε στον ναό του Αποστόλου Πέτρου στη Ρώμη.
Ο Αλέξιος ονομάσθηκε «άνθρωπος του θεού», επειδή, όταν πέθανε, ακούστηκε ουράνια φωνή (του Θεού ή της Παναγίας), που φανέρωνε την αγιότητά του, λέγοντας: «Ζητήσατε τον άνθρωπο του Θεού». Ενδέχεται, όμως, να απαντούσε ο ίδιος ότι είναι άνθρωπος του Θεού, όταν τον ρωτούσαν ποιος είναι, για να μην αποκαλύψει την ταυτότητά του.
Απολυτίκιον
Εκ ρίζης εβλάστησας, περιφανούς και κλεινής, εκ πόλεως ήνθησας, βασιλικής και λαμπράς, Αλέξιε πάνσοφε· πάντων δ’ υπερφρονήσας, ως φθαρτών και ρεόντων, έσπευσας συναφθήναι, τω Χριστώ καί Δεσπότη. Αυτόν ουν εκδυσώπει αεί, υπέρ των ψυχών ημών.